δισθανης

δισθανης
    δισθανής
    δισ-θᾰνής
    2
    дважды умирающий (об Одиссее, при жизни посетившем Аид) Hom.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "δισθανης" в других словарях:

  • δισθανής — δισθανής, ές (Α) αυτός που πήγε δύο φορές στον κάτω κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δισ (βλ. δις) + θανής < (θ.) θαν (έθανον)] …   Dictionary of Greek

  • δισθανοῦς — δισθανής twice dead masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δισθανέες — δισθανής twice dead masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»